- διαμηχανητέον
- διαμηχᾰν-ητέον,A one must contrive, Plu. 2.131e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμηχανητέον — one must contrive masc acc sg διαμηχανητέον one must contrive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)